- θερμουργός
- -ό (Α θερμουργός, -όν)αυτός που ενεργεί με θέρμη, χωρίς ψυχραιμία, ο ριψοκίνδυνος.επίρρ...θερμουργώςμε θέρμη.[ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο)-* + -ουργός (< έργον), πρβλ. αυτ-ουργός, δημι-ουργός, χειρ-ουργός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θερμουργός — doing hot and hasty acts masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμουργός — ή, ό 1. που ενεργεί με θέρμη, που εργάζεται με θέρμη. 2. απερίσκεπτος, ριψοκίνδυνος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θερμουργόν — θερμουργός doing hot and hasty acts masc/fem acc sg θερμουργός doing hot and hasty acts neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμουργότατον — θερμουργός doing hot and hasty acts masc acc superl sg θερμουργός doing hot and hasty acts neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμουργοί — θερμουργός doing hot and hasty acts masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμουργοῦ — θερμουργός doing hot and hasty acts masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμουργούς — θερμουργός doing hot and hasty acts masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμουργέ — θερμουργός doing hot and hasty acts masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμουργῶς — θερμουργός doing hot and hasty acts adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμουργῷ — θερμουργός doing hot and hasty acts masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)